διηγούμαι

διηγούμαι
διηγούμαι, διηγήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. διηγιέμαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διηγούμαι — και διηγιέμαι διηγήθηκα, αφηγούμαι κάτι πραγματικό ή φανταστικό, εξιστορώ: Κάθε βράδυ η γιαγιά διηγείται στα εγγόνια μια ιστορία απ’ τη ζωή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διηγούμαι — και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, έομαι) [ηγούμαι] εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός μσν. αναφέρω νεοελλ. φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» γι αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες β) «που… …   Dictionary of Greek

  • διηγοῦμαι — διηγέομαι set out in detail pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διηγέομαι set out in detail pres ind mid 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκτραγωδώ — διηγούμαι ή παρουσιάζω δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να εντυπωσιάσω και να συγκινήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκτραγῳδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • αντιδιηγούμαι — ἀντιδιηγοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. διηγούμαι κάτι διαφορετικά από κάποιον άλλο 2. διηγούμαι κι εγώ με τη σειρά μου …   Dictionary of Greek

  • καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • κατατραγωδώ — κατατραγῳδῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού τραγουδώ) 1. διηγούμαι με τρόπο τραγικό, περιγράφω κάτι με υπερβολές, όπως σε τραγωδία 2. εκφράζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τραγῳδῶ «διηγούμαι με τραγικό τρόπο»] …   Dictionary of Greek

  • καταφράζω — (Α) 1. διηγούμαι, αφηγούμαι 2. (παθ. και μέσ.) καταφράζομαι σκέπτομαι 3. παρατηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φράζω «λέγω, διηγούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • μυθολογεύω — (Α) 1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία 2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. εύω για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”